"Πριν από πολλές νύχτες όλα ήταν νύχτα. Ήταν ένα μεγάλο σκοτεινό στέγαστρο ο ουρανός κι ήταν λυπημένο το τραγούδι των αντρών και των γυναικών. Οι θεοί στενοχωρήθηκαν για το λυπημένο τραγούδι των αντρών και των γυναικών και συγκεντρώθηκαν για να κάνουν μια συμφωνία. Γιατί οι θεοί πάντα συνεννοούνταν μεταξύ τους για να κάνουν τις δουλειές, κι έτσι έμαθαν να κάνουν οι γεροντότεροί μας κι έτσι μάθαμε κι εμείς. Να κάνουμε συμφωνία για να κάνουμε τις δουλειές, μάθαμε.
Κι οι θεοί είδαν ότι ήταν λάθος αυτό που έκαναν, γιατί ήταν θεοί, αλλά δεν ήταν βλάκες και μπορούσαν να καταλάβουν αν ήταν κακή η συμφωνία τους και ξανασυγκεντρώθηκαν κι έκαναν νέα συμφωνία να ξαναβάλουν τη μακριά στέγη της νύχτας ενόσω σκεφτόντουσαν πώς να κάνουν μια καλή συμφωνία. Και άργησαν σ’ αυτή τη συμφωνία και άργησε η μακριά νύχτα και γι’ αυτό οι άντρες κι οι γυναίκες νυχτερίδες έμαθαν να περπατούν τη νύχτα χωρίς φως, γιατί πολύ άργησαν οι θεοί να λύσουν το πρόβλημα της μακριάς στέγης της νύχτας.
Και μετά, σαν τελείωσαν πια οι θεοί τη συμφωνία, πήγαν εκεί όπου βρίσκονταν οι άντρες κι οι γυναίκες και ζήτησαν εθελοντές για να λύσουν το πρόβλημα.
Και είπαν οι θεοί ότι οι εθελοντές θα ήταν κομματάκια φως που θα τα σκόρπιζαν στη στέγη της νύχτας για να μην είναι τόσο μεγάλη η νύχτα. “
Θα είναι αστέρια” είπαν οι θεοί.
Κι όλοι οι άντρες κι οι γυναίκες είπαν ότι ήταν εθελοντές γιατί όλοι ήθελαν να ’ναι αστέρια και δεν ήθελαν πια να είναι άντρες και γυναίκες νυχτερίδες, και όλοι κι όλες έγιναν αστέρια και την τρύπησαν όλη τη στέγη της μακριάς νύχτας και πια δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι ατρύπητο από τη στέγη της νύχτας κι όλα ήταν πάλι σκέτο φως και το πρόβλημα δεν τελείωνε και ήταν χειρότερα γιατί πια είχε τρυπήσει όλη η στέγη της νύχτας και πια δεν μπορούσε να καλυφτεί το φως που έπεφτε απ’ όλες τις πλευρές.
Κι οι θεοί πια δεν το αντιλήφτηκαν γιατί είχαν πια αποκοιμηθεί, ευχαριστημένοι που πια είχαν λύσει το πρόβλημα και δεν στενοχωριόντουσαν άλλο, και γι’ αυτό κοιμήθηκαν.
Κι έτσι, οι άντρες κι οι γυναίκες νυχτερίδες έπρεπε να λύσουν από μόνοι τους το πρόβλημα που αυτοί κι αυτές μόνοι τους είχαν δημιουργήσει.
Κι έτσι έκαναν όπως οι θεοί και συγκεντρώθηκαν για να συμφωνήσουν και είδαν ότι δε γίνεται τίποτα αν όλοι θέλουν να ’ναι αστέρια, κι ότι για να λάμπουν κάποιοι, κάποιοι άλλοι πρέπει να σβήσουν.
Κι έτσι άναψε μια μεγάλη κουβέντα γιατί κανείς δεν ήθελε να σβήσει κι όλοι ήθελαν να λάμπουν και να ’ναι αστέρια.
Αλλά τότε οι άντρες κι οι γυναίκες οι αληθινοί, αυτοί που η καρδιά τους είχε το χρώμα της γης, γιατί το καλαμπόκι προέρχεται απ’ τη γη, είπαν ότι αυτοί θα έσβηναν κι έτσι έσβησαν κι έτσι απέμεινε η νύχτα γιατί υπήρχε μαύρο κι υπήρχε φως κι έτσι τα αστέρια μπόρεσαν να λάμψουν χάρη σ’ αυτά που έσβησαν, ειδάλλως θα ήμασταν ακόμη τυφλωμένοι.
Κι οι θεοί ξύπνησαν κι είδαν ότι υπήρχε νύχτα κι ότι ήταν όμορφος ο κόσμος έτσι όπως τον είχαν φτιάξει κι έφυγαν και πίστεψαν ότι αυτοί, οι θεοί, είχαν επιλύσει το πρόβλημα.
Αλλά τι να γίνει, ήταν οι άντρες κι οι γυναίκες που έκαναν καλή συμφωνία και την εκπλήρωσαν. Αλλά οι θεοί δεν το ήξεραν γιατί ήταν κοιμισμένοι κι έφυγαν νομίζοντας πως αυτοί τα είχαν κανονίσει όλα, καημενούληδες που ποτέ δεν έμαθαν πώς έγινε και γεννήθηκαν τ αστέρια κι η νύχτα που είναι η στέγη των αντρών και των γυναικών των αληθινών.
Κι έτσι έχει η ιστορία...
μερικοί πρέπει να είναι σβησμένοι για να λάμπουν άλλοι, αλλά αυτοί που λάμπουν το κάνουν για τους σβησμένους.
Ειδάλλως, κανείς δε λάμπει".
Subcomandante Marcos "Ιστορίες του γερο-Αντόνιο" κεφ. VI
[εκδ. Ροές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου